- χωνίον
- τὸ, ΜΑβλ. χωνί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωνίον — crucible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνία — χωνίον crucible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνίοις — χωνίον crucible neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνίου — χωνίον crucible neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνίῳ — χωνίον crucible neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνί — το / χωνίον, ΝΜΑ, και χουνί Ν, και χωνεῑον Α [χώνη] υποκορ. μικρή χοάνη για μετάγγιση υγρών νεοελλ. 1. καθετί που έχει το σχήμα τού παραπάνω αντικειμένου 2. κοίλο αντικείμενο σε σχήμα κώνου με στενό στόμιο που χρησιμεύει ως τηλεβόας 3. (στον… … Dictionary of Greek